- ῥομφαίας
- ῥομφαίᾱς , ῥομφαίαlargefem acc plῥομφαίᾱς , ῥομφαίαlargefem gen sg (attic doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Юдифь — (יהודית) «Юдифь» с головой … Википедия
πικρός — ή, ό / πικρός, ά, όν, ΝΜΑ 1. αυτός που έχει πικρή, ερεθιστική γεύση (α. «πικρός καφές» β. «πικρό χάπι» γ. «ὅταν δὲ τεύχῃ Ζεὺς ἀπ ὄμφακος πικρᾱς οἶνον», Αισχύλ.) 2. (σχετικά με την αφή) οξύς, οδυνηρός (α. «τρεις μπάλες τού ερίξανε, πικρές,… … Dictionary of Greek
ρομφαία — η / ῥομφαία, ΝΜΑ 1. σπαθί, ξίφος (α. «απάνου εις την ρομφαία βάνει το χέρι», Σολωμ. β. «καὶ ἔδραμε Δαυΐδ... καὶ ἔλαβε τὴν ῥομφαίαν αὐτοῡ καὶ ἐθανάτωσεν αὐτόν», ΠΔ) 2. η πύρινη σπάθα τών αρχαγγέλλων (α. «και άγγελος τους οδηγεί... τού λάμπει /… … Dictionary of Greek
ρομφαιόμορφος — ον, Μ αυτός που έχει σχήμα ρομφαίας. [ΕΤΥΜΟΛ. < ῥομφαία + μορφος (< μορφή)] … Dictionary of Greek
Μαργκερίτ — (Margueritte). Επώνυμο δύο Γάλλων συγγραφέων. 1. Βικτόρ (Victore, Αλγέρι 1866 – Μονεστιέ Γαλλίας 1942). Μετά το τέλος της συνεργασίας με τον αδελφό του, Πολ, αναζήτησε την επιτυχία σε προσωπικό επίπεδο. Έγραψε μυθιστορήματα, διηγήματα και δοκίμια … Dictionary of Greek
ρομφαία — η μακρύ, πλατύ και δίκοπο σπαθί: Οι Έλληνες έζησαν σχεδόν 400 χρόνια κάτω από την απειλή της ρομφαίας των Τούρκων … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)